Commissaire en grec
Traduction: commissaire, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παραγγελιοδόχος, ανώτερος, επίτροπος, επίτροπο, επιτρόπου, ο Επίτροπος, τον Επίτροπο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): commissaire
commissaire antonymes, commissaire aux apports, commissaire aux comptes, commissaire brunetti, commissaire cordier, commissaire dictionnaire de langue grec, commissaire en grec
Traductions
- commettre en grec - τράβηγμα, τραβώ, συμβιβασμός, διαπράττω, συμβιβάζω, διακυβεύω, διαπράττουν, ...
- commis en grec - υπάλληλος, αφοσιωμένη, δεσμεύεται, δεσμευμένη, προσηλωμένη, δεσμευτεί
- commissaire-priseur en grec - δημοπράτης, εκπλειστηριαστή, δημοπράτη, εκπλειστηριαστής, διοργανωτής της δημοπρασίας
- commissariat en grec - αστυνομικό τμήμα, αστυνομικό σταθμό, αστυνομικού τμήματος, αστυνομικό
Mots aléatoires
Commissaire en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παραγγελιοδόχος, ανώτερος, επίτροπος, επίτροπο, επιτρόπου, ο Επίτροπος, τον Επίτροπο
Traductions: παραγγελιοδόχος, ανώτερος, επίτροπος, επίτροπο, επιτρόπου, ο Επίτροπος, τον Επίτροπο