Communal en grec
Traduction: communal, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συνηθισμένος, κοινός, τοπικός, δημοτικός, κοινόχρηστος, κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινόχρηστους, κοινόχρηστων
Autres langues
Mots associés / Définition (def): communal
agent communal, budget communal, bulletin communal, carte communal, centre communal, communal dictionnaire de langue grec, communal en grec
Traductions
- commuer en grec - τροποποιώ, παραλλάζω, καταπραΰνω, ανταλάσσω, μετακίνηση, μετατρέψει, ανταλάσσει, ...
- commun en grec - συχνάζω, πρόστυχος, ασήμαντος, μπόλικος, άρθρωση, χαρακτηριστικός, σκέτο, ...
- communauté en grec - κοινοπολιτεία, κοινόβιο, κοινότητα, κοινωνία, ομόνοια, ενότητα, αρμονία, ...
- commune en grec - κοινόβιο, πόλη, κοινότητα, μητρόπολη, πόλης, Town, της πόλης, ...
Mots aléatoires
Communal en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συνηθισμένος, κοινός, τοπικός, δημοτικός, κοινόχρηστος, κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινόχρηστους, κοινόχρηστων
Traductions: συνηθισμένος, κοινός, τοπικός, δημοτικός, κοινόχρηστος, κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινόχρηστους, κοινόχρηστων