Compilent en grec
Traduction: compilent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συλλέγω, συντάσσω, μεταγλωττίζω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση
Autres langues
Mots associés / Définition (def): compilent
compilent antonymes, compilent grammaire, compilent mots croisés, compilent signification, compilent synonyme, compilent dictionnaire de langue grec, compilent en grec
Traductions
- compilation en grec - συλλογή, σύνταξη, κατάρτιση, κατάρτισης, συγκέντρωση
- compile en grec - μεταγλωττίσεις, Συλλέγει, Συντάσσει, Καταρτίζει, οι μεταγλωττίσεις
- compiler en grec - συλλέγω, μεταγλωττίζω, συντάσσω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, ...
- compilez en grec - συλλέγω, συντάσσω, μεταγλωττίζω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, ...
Mots aléatoires
Compilent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συλλέγω, συντάσσω, μεταγλωττίζω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση
Traductions: συλλέγω, συντάσσω, μεταγλωττίζω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση