Composèrent en grec
Traduction: composèrent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ατάραχος, αποτελείται, που αποτελείται, απαρτίζεται, συγκείμενο, αποτελούμενη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): composèrent
composèrent antonymes, composèrent grammaire, composèrent mots croisés, composèrent signification, composèrent synonyme, composèrent dictionnaire de langue grec, composèrent en grec
Traductions
- compost en grec - κοπρόχωμα, λίπασμα, κομπόστ, λιπασματοποίησης, κομποστοποίησης
- composâmes en grec - ατάραχος
- composé en grec - σύνθετος, ατάραχος, επιδεινώνω, απαρτίζεται, που αποτελείται, κατασκευασμένα, αποτελείται, ...
- composée en grec - ατάραχος, σύνθετος, σύνθετο, σύνθετα, σύνθετου, σύνθετη
Mots aléatoires
Composèrent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ατάραχος, αποτελείται, που αποτελείται, απαρτίζεται, συγκείμενο, αποτελούμενη
Traductions: ατάραχος, αποτελείται, που αποτελείται, απαρτίζεται, συγκείμενο, αποτελούμενη