Compromis en grec
Traduction: compromis, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατάλυμα, ομόνοια, συμφωνία, στέγαση, συμβιβασμός, αρμονία, διακυβεύω, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): compromis
clause suspensive, clause suspensive compromis, compromis antonymes, compromis de ioannina, compromis de luxembourg, compromis dictionnaire de langue grec, compromis en grec
Traductions
- compromettre en grec - εξευτελίζω, διακυβεύω, αμφισβητώ, συμβιβασμός, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, ...
- compromirent en grec - σε κίνδυνο, διακυβεύεται, κίνδυνο, παραβιαστεί, τεθεί σε κίνδυνο
- compromise en grec - σε κίνδυνο, διακυβεύεται, κίνδυνο, παραβιαστεί, τεθεί σε κίνδυνο
- compromit en grec - σε κίνδυνο, διακυβεύεται, κίνδυνο, παραβιαστεί, τεθεί σε κίνδυνο
Mots aléatoires
Compromis en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατάλυμα, ομόνοια, συμφωνία, στέγαση, συμβιβασμός, αρμονία, διακυβεύω, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Traductions: κατάλυμα, ομόνοια, συμφωνία, στέγαση, συμβιβασμός, αρμονία, διακυβεύω, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση