Concédés en grec
Traduction: concédés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χορηγηθεί, χορηγείται, χορηγήθηκε, χορηγούνται, που χορηγούνται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): concédés
autoroutes concédés, biens concédés, buts concédés, concéder def, concéder signification, concédés dictionnaire de langue grec, concédés en grec
Traductions
- concédée en grec - χορηγηθεί, χορηγείται, χορηγήθηκε, χορηγούνται, που χορηγούνται
- concédées en grec - χορηγηθεί, χορηγείται, χορηγήθηκε, χορηγούνται, που χορηγούνται
- condamna en grec - καταδικασμένος, καταδίκασε, καταδίκασαν, καταδικάστηκε, καταδικαστεί, καταδικάστηκαν
- condamnable en grec - εγκληματίας, μεμπτός, καταδικαστέος, εγκληματικός, κατακριτέος, κατακριτέα, κατακριτέο, ...
Mots aléatoires
Concédés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χορηγηθεί, χορηγείται, χορηγήθηκε, χορηγούνται, που χορηγούνται
Traductions: χορηγηθεί, χορηγείται, χορηγήθηκε, χορηγούνται, που χορηγούνται