Concret en grec
Traduction: concret, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αληθινός, σκυρόδεμα, πραγματικός, μπετόν, μπετό, συγκεκριμένος, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): concret
abstrait, abstrait concret, cas concret, cas concret as, cas concret infirmier, concret dictionnaire de langue grec, concret en grec
Traductions
- concoururent en grec - συμφώνησαν, συμφώνησε, συντάχθηκε, συμμεριζόταν, συμφωνούσαν
- concrétiser en grec - υλοποιούμαι, ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, σχήμα, μορφή, ...
- concubine en grec - παλλακίδα, παλλακίδα του, παλλακή, την παλλακίδα, την παλλακίδα του
Mots aléatoires
Concret en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αληθινός, σκυρόδεμα, πραγματικός, μπετόν, μπετό, συγκεκριμένος, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων
Traductions: αληθινός, σκυρόδεμα, πραγματικός, μπετόν, μπετό, συγκεκριμένος, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων