Concupiscence en grec
Traduction: concupiscence, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πόθος, λαγνεία, σφοδρή επιθυμία, τη σφοδρή επιθυμία, λαγνείας, πόθου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): concupiscence
concupiscence antonymes, concupiscence charnelle, concupiscence citation, concupiscence def, concupiscence définition, concupiscence dictionnaire de langue grec, concupiscence en grec
Traductions
- concrétiser en grec - υλοποιούμαι, ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, σχήμα, μορφή, ...
- concubine en grec - παλλακίδα, παλλακίδα του, παλλακή, την παλλακίδα, την παλλακίδα του
- concurremment en grec - μαζί, κοινός, συνηθισμένος, συλλογικά, ταυτόχρονα, συγχρόνως, παράλληλα, ...
- concurrence en grec - διαγωνισμός, αντιπαράθεση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, ...
Mots aléatoires
Concupiscence en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πόθος, λαγνεία, σφοδρή επιθυμία, τη σφοδρή επιθυμία, λαγνείας, πόθου
Traductions: πόθος, λαγνεία, σφοδρή επιθυμία, τη σφοδρή επιθυμία, λαγνείας, πόθου