Concurrentiel en grec
Traduction: concurrentiel, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής
Autres langues
Mots associés / Définition (def): concurrentiel
avantage concurrentiel, avantage concurrentiel définition, concurrence wikipédia, concurrent in english, concurrentiel antonyme, concurrentiel dictionnaire de langue grec, concurrentiel en grec
Traductions
- concurrencer en grec - διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
- concurrent en grec - αντίπαλος, διαγωνιζόμενος, αντίζηλος, παραβγαίνω, διαγωνισμός, συναγωνισμός, ανταγωνιστής, ...
- concurrents en grec - ανταγωνιστές, ανταγωνιστών, οι ανταγωνιστές, τους ανταγωνιστές, των ανταγωνιστών
- concède en grec - επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις, επιχορηγήσεων, υποτροφίες, επιδοτήσεων
Mots aléatoires
Concurrentiel en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής
Traductions: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής