Confèrent en grec
Traduction: confèrent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συσκέπτομαι, προσφέρω, χορηγώ, παρέχουν, προσδίδουν, απονέμουν, αναθέτουν, προσδίδει
Autres langues
Mots associés / Définition (def): confèrent
confèrent antonymes, confèrent grammaire, confèrent mots croisés, confèrent signification, confèrent à, confèrent dictionnaire de langue grec, confèrent en grec
Traductions
- confusion en grec - αναψυχή, αναταραχή, σύγχυση, ταραχή, ντόρος, συγχέω, μπερδεύω, ...
- confère en grec - δίνει, παρέχει, δίδει, εκδίδει, προσφέρει
- confédération en grec - συνασπισμός, ομοσπονδία, ένωση, συνομοσπονδία, σχέση, πρωτάθλημα, σωματειακός, ...
- confédérer en grec - πρωτάθλημα, συνασπισμός, σύμμαχος, κατηγορία, συνασπίζομαι, συνένοχος, συνασπίζω, ...
Mots aléatoires
Confèrent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συσκέπτομαι, προσφέρω, χορηγώ, παρέχουν, προσδίδουν, απονέμουν, αναθέτουν, προσδίδει
Traductions: συσκέπτομαι, προσφέρω, χορηγώ, παρέχουν, προσδίδουν, απονέμουν, αναθέτουν, προσδίδει