Confesser en grec
Traduction: confesser, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ομολογώ, απονέμω, παραδέχομαι, της], εισάγω, διακηρύσσω, παραχωρώ, διαβεβαιώνω, αναγνωρίζω, εξομολογώ, κατακυρώνω, κατέχω, αγορεύω, βραβείο, ομολογήσω, ομολογήσει, ομολογούμε, να ομολογήσω
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): confesser
comment se confesser, confesser antonymes, confesser grammaire, confesser mots croisés, confesser signification, confesser dictionnaire de langue grec, confesser en grec
Traductions
- confessant en grec - ομολογώντας, εξομολόγηση, ομολογούν, την εξομολόγηση, εξομολογούμενοι
- confesse en grec - εξομολόγηση, ομολογεί
- confesseur en grec - εξομολογητής, πνευματικός, εξομόλογος, Ομολογητής, εξομολόγος, εξομολογητή
- confessez en grec - ομολογώ, διακηρύσσω, εξομολογώ, Ομολόγησε, ομολογούν, ομολογήσει, ομολογήσουν, ...
Mots aléatoires
Confesser en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ομολογώ, απονέμω, παραδέχομαι, της], εισάγω, διακηρύσσω, παραχωρώ, διαβεβαιώνω, αναγνωρίζω, εξομολογώ, κατακυρώνω, κατέχω, αγορεύω, βραβείο, ομολογήσω, ομολογήσει, ομολογούμε, να ομολογήσω
Traductions: ομολογώ, απονέμω, παραδέχομαι, της], εισάγω, διακηρύσσω, παραχωρώ, διαβεβαιώνω, αναγνωρίζω, εξομολογώ, κατακυρώνω, κατέχω, αγορεύω, βραβείο, ομολογήσω, ομολογήσει, ομολογούμε, να ομολογήσω