Confident en grec
Traduction: confident, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαχειριστής, σίγουρος, έμπιστος, θεματοφύλακας, έμπιστος φίλος, έμπιστο, στενός, στενός φίλος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): confident
be confident, confident antonymes, confident définition, confident grammaire, confident justin bieber, confident dictionnaire de langue grec, confident en grec
Traductions
- confidemment en grec - με βεβαιότητα, με σιγουριά, αυτοπεποίθηση, με αυτοπεποίθηση, βεβαιότητα
- confidence en grec - εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
- confidente en grec - έμπιστη φίλη, έμπιστος, έμπιστη, έμπιστο, confidante
- confidentiel en grec - ιδιαίτερος, φαντάρος, εμπιστευτικός, ιδιωτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, ...
Mots aléatoires
Confident en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαχειριστής, σίγουρος, έμπιστος, θεματοφύλακας, έμπιστος φίλος, έμπιστο, στενός, στενός φίλος
Traductions: διαχειριστής, σίγουρος, έμπιστος, θεματοφύλακας, έμπιστος φίλος, έμπιστο, στενός, στενός φίλος