Confusion en grec
Traduction: confusion, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναψυχή, αναταραχή, σύγχυση, ταραχή, ντόρος, συγχέω, μπερδεύω, πάθηση, φασαρία, αναστάτωση, κατάληψη, ανακατεύω, κυκεώνας, παραζάλη, ακαταστασία, κατοχή, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, τη σύγχυση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): confusion
confusion antonymes, confusion b d, confusion cat clarke, confusion de patrimoine, confusion de peine, confusion dictionnaire de langue grec, confusion en grec
Traductions
- confus en grec - άναρθρος, σκοτεινός, ανέκφραστος, αμυδρός, ακαθόριστος, δυσνόητος, λασπωμένος, ...
- confuse en grec - μπερδεμένος, συγκεχυμένος, ταραγμένος, σύγχυση, συγχέεται
- confère en grec - δίνει, παρέχει, δίδει, εκδίδει, προσφέρει
- confèrent en grec - συσκέπτομαι, προσφέρω, χορηγώ, παρέχουν, προσδίδουν, απονέμουν, αναθέτουν, ...
Mots aléatoires
Confusion en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναψυχή, αναταραχή, σύγχυση, ταραχή, ντόρος, συγχέω, μπερδεύω, πάθηση, φασαρία, αναστάτωση, κατάληψη, ανακατεύω, κυκεώνας, παραζάλη, ακαταστασία, κατοχή, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, τη σύγχυση
Traductions: αναψυχή, αναταραχή, σύγχυση, ταραχή, ντόρος, συγχέω, μπερδεύω, πάθηση, φασαρία, αναστάτωση, κατάληψη, ανακατεύω, κυκεώνας, παραζάλη, ακαταστασία, κατοχή, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, τη σύγχυση