Conscription en grec
Traduction: conscription, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στρατολογία, πρόσληψη, στρατολόγηση, στράτευση, στράτευσης, υποχρεωτική στράτευση
Autres langues
Mots associés / Définition (def): conscription
conscription 1914, conscription allemagne, conscription antonymes, conscription def, conscription etats unis, conscription dictionnaire de langue grec, conscription en grec
Traductions
- consciencieux en grec - λεπτολόγος, εξονυχιστικός, ευσυνείδητος, λεπτομερής, συνείδησης, συνειδήσεως, ευσυνείδητη, ...
- conscient en grec - συνειδητός, συνειδητή, επίγνωση, συνείδηση, συνειδητό
- conscrit en grec - δόκιμος, αρχάριος, ατζαμής, στρατολογώ, νεοσύλλεκτος, κληρωτός, κληρωτών, ...
- conseil en grec - αιχμή, εμπειρογνώμων, καθοδήγηση, καμαρίλα, εμπειρογνώμονας, σύμβουλος, ποδοκόπι, ...
Mots aléatoires
Conscription en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στρατολογία, πρόσληψη, στρατολόγηση, στράτευση, στράτευσης, υποχρεωτική στράτευση
Traductions: στρατολογία, πρόσληψη, στρατολόγηση, στράτευση, στράτευσης, υποχρεωτική στράτευση