Constance en grec
Traduction: constance, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υπομονή, σταθερότητα, ρώμη, επιμονή, καρτερία, επιμέλεια, δυνάμεις, εμμονή, προσήλωση, σταθερότητας, της σταθερότητας, η σταθερότητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): constance
constance allemagne, constance amiot, constance antonymes, constance ephelia, constance fouchard, constance dictionnaire de langue grec, constance en grec
Traductions
- constable en grec - αστυφύλακας, Constable, Αστυφύλακα, Κόνσταμπλ, αστυνομικός
- constamment en grec - γαλήνιος, συνεχώς, ήρεμος, πάντα, μόνιμα, ακίνητος, πάντοτε, ...
- constant en grec - εδραιώνω, ισχυρός, εταιρία, χρηματοκιβώτιο, εδραίος, αλύγιστος, διαρκής, ...
- constat en grec - πόρισμα, εύρεση, διαπίστωση, εύρημα, διαπιστώσεως
Mots aléatoires
Constance en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υπομονή, σταθερότητα, ρώμη, επιμονή, καρτερία, επιμέλεια, δυνάμεις, εμμονή, προσήλωση, σταθερότητας, της σταθερότητας, η σταθερότητα
Traductions: υπομονή, σταθερότητα, ρώμη, επιμονή, καρτερία, επιμέλεια, δυνάμεις, εμμονή, προσήλωση, σταθερότητας, της σταθερότητας, η σταθερότητα