Constitutif en grec
Traduction: constitutif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στερεός, έσχατος, ζωτικός, ουσιαστικός, ουσιώδης, σημαντικός, ύλη, σχετικός, ύστατος, απώτατος, αξιόλογος, θεμελιώδης, απαραίτητος, προϊστορικός, πρώτος, στοιχειώδης, συστατική, συστατικό, ιδιοσυστατική, ιδιοσυστατικό, συστατικός
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): constitutif
constitutif antonyme, constitutif antonymes, constitutif assembly inspection report, constitutif biologie, constitutif constituant, constitutif dictionnaire de langue grec, constitutif en grec
Traductions
- constituez en grec - συγκροτώ, αποτελώ, ενσωματώνουν, ενσωματώνουν τη, ενσωματώνουμε, υιοθετούν αποτελεσματικότερα, υιοθετούν αποτελεσματικότερα τη
- constituons en grec - αποτελώ, συγκροτώ, οικοδομούν
- constitution en grec - πλαίσιο, ίδρυση, κράση, σύνταγμα, συνήθεια, σύνθεση, σκελετός, ...
- constitutionnel en grec - συνταγματικός, συνταγματικές, συνταγματική, συνταγματικής, συνταγματικό
Mots aléatoires
Constitutif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στερεός, έσχατος, ζωτικός, ουσιαστικός, ουσιώδης, σημαντικός, ύλη, σχετικός, ύστατος, απώτατος, αξιόλογος, θεμελιώδης, απαραίτητος, προϊστορικός, πρώτος, στοιχειώδης, συστατική, συστατικό, ιδιοσυστατική, ιδιοσυστατικό, συστατικός
Traductions: στερεός, έσχατος, ζωτικός, ουσιαστικός, ουσιώδης, σημαντικός, ύλη, σχετικός, ύστατος, απώτατος, αξιόλογος, θεμελιώδης, απαραίτητος, προϊστορικός, πρώτος, στοιχειώδης, συστατική, συστατικό, ιδιοσυστατική, ιδιοσυστατικό, συστατικός