Convaincre en grec
Traduction: convaincre, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαπληκτίζομαι, ικανοποιώ, κατάδικος, πείθω, επιχειρηματολογώ, καταδικάζω, προκαλώ, διαφωνώ, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): convaincre
comment convaincre, conjugaison convaincre, convaincre anglais, convaincre antonymes, convaincre conjugaison, convaincre dictionnaire de langue grec, convaincre en grec
Traductions
- convainc en grec - πείθει
- convaincant en grec - πειστικός, πειστική, πειστικά, πειστικό, πειστικές
- convaincs en grec - πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
- convaincu en grec - πεπεισμένοι, πεπεισμένος, πεπεισμένο, πεπεισμένη, πεποίθηση
Mots aléatoires
Convaincre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαπληκτίζομαι, ικανοποιώ, κατάδικος, πείθω, επιχειρηματολογώ, καταδικάζω, προκαλώ, διαφωνώ, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Traductions: διαπληκτίζομαι, ικανοποιώ, κατάδικος, πείθω, επιχειρηματολογώ, καταδικάζω, προκαλώ, διαφωνώ, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε