Convention en grec
Traduction: convention, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μοιράζω, συνθήκη, συνέλευση, ομόνοια, συμβόλαιο, τακτοποίηση, συγκατάθεση, συνέδριο, οικισμός, διακανονισμός, διευθέτηση, συμβιβασμός, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμφωνο, αρμονία, σύμβασης, Συμβάσεως, συνεδριακό, της σύμβασης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): convention
congés payés, convention 66, convention antonymes, convention cidre, convention collective, convention dictionnaire de langue grec, convention en grec
Traductions
- convenance en grec - συμφωνία, συμμόρφωση, επάρκεια, αλληλογραφία, συγκατάθεση, σκοπιμότητα, ευκολία, ...
- convenir en grec - στεγάζω, επιτρέπω, κοστούμι, συμφωνώ, τακτοποιώ, απαντώ, εισάγω, ...
- conventionnel en grec - συμβατικός, συμβατικές, συμβατικό, συμβατικά, συμβατική
- conventions en grec - συμβάσεις, Συνέδρια, συμβάσεων, συμβάσεις της, συμβάσεις του
Mots aléatoires
Convention en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μοιράζω, συνθήκη, συνέλευση, ομόνοια, συμβόλαιο, τακτοποίηση, συγκατάθεση, συνέδριο, οικισμός, διακανονισμός, διευθέτηση, συμβιβασμός, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμφωνο, αρμονία, σύμβασης, Συμβάσεως, συνεδριακό, της σύμβασης
Traductions: μοιράζω, συνθήκη, συνέλευση, ομόνοια, συμβόλαιο, τακτοποίηση, συγκατάθεση, συνέδριο, οικισμός, διακανονισμός, διευθέτηση, συμβιβασμός, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμφωνο, αρμονία, σύμβασης, Συμβάσεως, συνεδριακό, της σύμβασης