Corrosif en grec
Traduction: corrosif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καυστικός, σαρκαστικός, πνιγηρός, στυφός, σέρτικος, πικρός, διαβρωτικός, διαβρωτικές, διαβρωτικά, διαβρωτικό, διαβρωτική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): corrosif
acide corrosif, corrosif antonymes, corrosif danger, corrosif diablo 3, corrosif définition, corrosif dictionnaire de langue grec, corrosif en grec
Traductions
- corrompre en grec - φθορά, κακομαθαίνω, ζημιά, επιδεινώνω, διάλλειμα, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, ...
- corrompu en grec - διαφθείρω, αλλοιώνω, ξεμαυλίζω, εκμαυλίζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, ...
- corroyeur en grec - βυρσοδέψης, Tanner, βυρσοδέψη, βυρσοδεψών, Tanner ο
- corrupteur en grec - δωροδοκών, δωροδοκούντα
Mots aléatoires
Corrosif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καυστικός, σαρκαστικός, πνιγηρός, στυφός, σέρτικος, πικρός, διαβρωτικός, διαβρωτικές, διαβρωτικά, διαβρωτικό, διαβρωτική
Traductions: καυστικός, σαρκαστικός, πνιγηρός, στυφός, σέρτικος, πικρός, διαβρωτικός, διαβρωτικές, διαβρωτικά, διαβρωτικό, διαβρωτική