Cour en grec
Traduction: cour, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επιτροπή, ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο, προαύλιο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): cour
au cour, basse cour, cote cour, cour antonymes, cour cassation, cour dictionnaire de langue grec, cour en grec
Traductions
- coupées en grec - κόβω, κόψιμο, κοπή, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
- coupés en grec - κόβω, κόψιμο, κοπή, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
- courage en grec - τόλμη, άμμος, μαδώ, νεύρο, θάρρος, πνεύμα, τόλμημα, ...
- courageusement en grec - θαρραλέα, θάρρος, με θάρρος, γενναιότητα, με σθένος
Mots aléatoires
Cour en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επιτροπή, ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο, προαύλιο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Traductions: επιτροπή, ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο, προαύλιο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική