Court en grec
Traduction: court, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σύντομα, κοντολογίς, σύντομος, λιτός, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, μικρός, λίγο, βραχύλογος, κοντός, αυλή, λακωνικός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): court
carré court, carré plongeant, cheveux court, cheveux court femme, coiffure, court dictionnaire de langue grec, court en grec
Traductions
- courses en grec - ιπποδρομίες, Racing, αγωνιστικά, αγώνων, αγώνων Ταχύτητας
- coursier en grec - αγγελιοφόρος, άτι, Steed, άλογο, άλογό, ίππος
- court-bouillon en grec - ζωμός, ζωμό, ζωμού, το ζωμό, οπό
- court-circuit en grec - σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Mots aléatoires
Court en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σύντομα, κοντολογίς, σύντομος, λιτός, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, μικρός, λίγο, βραχύλογος, κοντός, αυλή, λακωνικός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Traductions: σύντομα, κοντολογίς, σύντομος, λιτός, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, μικρός, λίγο, βραχύλογος, κοντός, αυλή, λακωνικός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής