Créent en grec

Traduction: créent, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δημιουργώ, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει
Créent en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): créent

créance définition, créant synonyme, créent actives, créent antonymes, créent de toutes pièces, créent dictionnaire de langue grec, créent en grec

Traductions

  • crédulité en grec - ευπιστία, την ευπιστία, ευπιστίας, ακρισίας
  • crée en grec - δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί
  • créer en grec - φτιάχνω, επιβάλλω, καθιερώνω, συγκροτώ, ιδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ, ...
  • crées en grec - δημιουργήθηκε, που δημιουργήθηκε, δημιούργησε, δημιουργούνται, δημιουργείται
Mots aléatoires
Créent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δημιουργώ, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει