Crépir en grec
Traduction: crépir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λευκοπλάστης, γύψος, πρόχειρο σχέδιο, σοβατίσματος, λάσπωμα, σοβάτισμα, πρόχειρο επίχρισμα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): crépir
créer conjugaison, crépir antonymes, crépir au rouleau un mur extérieur, crépir définition, crépir grammaire, crépir dictionnaire de langue grec, crépir en grec
Traductions
- créosote en grec - κριεζότο, κρεόσωτο, κρεοσώτου, το κρεόσωτο, με κρεόσωτο
- crépi en grec - λευκοπλάστης, γύψος, πρόχειρο σχέδιο, σοβατίσματος, λάσπωμα, σοβάτισμα, πρόχειρο επίχρισμα
- crépissage en grec - σοβάτισμα, σοβατίσματος, επίχρισμα, επιχρίσματος, επιχρίσματα
- crépitement en grec - τριζοβολώ, κροταλίζω, κουδουνίζω, τρίξιμο, τραντάζω, κροτάλισμα, τριξίματος, ...
Mots aléatoires
Crépir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λευκοπλάστης, γύψος, πρόχειρο σχέδιο, σοβατίσματος, λάσπωμα, σοβάτισμα, πρόχειρο επίχρισμα
Traductions: λευκοπλάστης, γύψος, πρόχειρο σχέδιο, σοβατίσματος, λάσπωμα, σοβάτισμα, πρόχειρο επίχρισμα