Crépu en grec
Traduction: crépu, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σγουρός, χνουδάτος, τραγανιστός, κατσαρός, ξηρός, τσουχτερός, φριζαρισμένα, κατσαρά, ατίθασα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): crépu
cheveu crépu, cheveux crépu, crépu antonymes, crépu dictionnaire, crépu définition, crépu dictionnaire de langue grec, crépu en grec
Traductions
- crépitement en grec - τριζοβολώ, κροταλίζω, κουδουνίζω, τρίξιμο, τραντάζω, κροτάλισμα, τριξίματος, ...
- crépiter en grec - ρωγμή, τραντάζω, ράγισμα, κροτάλισμα, σπάζω, κροταλίζω, κουδουνίζω, ...
- crépue en grec - ψευτομαχητής, κατσαρός, σγουρά, τα σγουρά, σγουρή, σγουρό
- crépuscule en grec - μουχρός, πτώση, μελαχρινός, λυκόφως, σουρούπωμα, σκοτεινός, σκούρος, ...
Mots aléatoires
Crépu en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σγουρός, χνουδάτος, τραγανιστός, κατσαρός, ξηρός, τσουχτερός, φριζαρισμένα, κατσαρά, ατίθασα
Traductions: σγουρός, χνουδάτος, τραγανιστός, κατσαρός, ξηρός, τσουχτερός, φριζαρισμένα, κατσαρά, ατίθασα