Crêpe en grec
Traduction: crêpe, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κρεπ, τηγανίτα, κρέπα, pancake, τηγανίτες, τηγανίτας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): crêpe
crepe salée, crêpe antonymes, crêpe bretonne, crêpe en anglais, crêpe facile, crêpe dictionnaire de langue grec, crêpe en grec
Traductions
- créées en grec - δημιουργήθηκε, που δημιουργήθηκε, δημιούργησε, δημιουργούνται, δημιουργείται
- créés en grec - δημιουργήθηκε, που δημιουργήθηκε, δημιούργησε, δημιουργούνται, δημιουργείται
- crêpelé en grec - κατσαρός, ασαφής, fuzzy, ασαφούς, ασαφή, ασαφών
- crêper en grec - τσακίζω, πτύχωση, crimp, πτυχώσεως, πτύχωσης
Mots aléatoires
Crêpe en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κρεπ, τηγανίτα, κρέπα, pancake, τηγανίτες, τηγανίτας
Traductions: κρεπ, τηγανίτα, κρέπα, pancake, τηγανίτες, τηγανίτας