Criminologie en grec
Traduction: criminologie, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εγκληματολογία, Εγκληματολογίας, την εγκληματολογία, της εγκληματολογίας, εγκληματολογικες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): criminologie
cours criminologie, criminologie antonymes, criminologie assas, criminologie belgique, criminologie cnam, criminologie dictionnaire de langue grec, criminologie en grec
Traductions
- criminalité en grec - εγκληματικότητα, έγκλημα, εγκληματικότητας, αξιοποίνου, της εγκληματικότητας, αξιόποινου
- criminel en grec - μνησίκακος, καταδικαστέος, φυγάς, παραβάτης, ένοχος, μεμπτός, ποινικός, ...
- criminologue en grec - εγκληματολόγος, εγκληματολόγο, ο εγκληματολόγος, εγκληματολόγου
- crin en grec - τρίχα, μαλλιά, χοντρότριχες, από χοντρότριχες, χοντρότριχες χαίτης, τρίχες αλόγου, τις χοντρότριχες
Mots aléatoires
Criminologie en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εγκληματολογία, Εγκληματολογίας, την εγκληματολογία, της εγκληματολογίας, εγκληματολογικες
Traductions: εγκληματολογία, Εγκληματολογίας, την εγκληματολογία, της εγκληματολογίας, εγκληματολογικες