Crin en grec
Traduction: crin, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τρίχα, μαλλιά, χοντρότριχες, από χοντρότριχες, χοντρότριχες χαίτης, τρίχες αλόγου, τις χοντρότριχες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): crin
bracelet crin cheval, bracelet en crin, crin antonescu, crin antonymes, crin blanc, crin dictionnaire de langue grec, crin en grec
Traductions
- criminologie en grec - εγκληματολογία, Εγκληματολογίας, την εγκληματολογία, της εγκληματολογίας, εγκληματολογικες
- criminologue en grec - εγκληματολόγος, εγκληματολόγο, ο εγκληματολόγος, εγκληματολόγου
- crinière en grec - χαίτη, οικόσημο, Μάιν, χαίτης, τη χαίτη, η χαίτη
- crinoline en grec - κρινολίνο, τραχύ ύφασμα
Mots aléatoires
Crin en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τρίχα, μαλλιά, χοντρότριχες, από χοντρότριχες, χοντρότριχες χαίτης, τρίχες αλόγου, τις χοντρότριχες
Traductions: τρίχα, μαλλιά, χοντρότριχες, από χοντρότριχες, χοντρότριχες χαίτης, τρίχες αλόγου, τις χοντρότριχες