Croustiller en grec
Traduction: croustiller, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ραγίζω, ρωγμή, ράγισμα, σπάζω, τραγάνισμα, κρίση, κρίσιμη στιγμή, κρίσης, στενότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): croustiller
croustiller antonymes, croustiller conjugaison, croustiller def, croustiller en anglais, croustiller grammaire, croustiller dictionnaire de langue grec, croustiller en grec
Traductions
- croupir en grec - παρακμή, αποσυνθέτω, σαπίζω, μούχλα, φθορά, παρακμάζω, λιμνάζει, ...
- croustillant en grec - τσουχτερός, πικάντικος, ξηρός, φτωχός, εύθραυστος, τρυφερός, αδύναμος, ...
- croyable en grec - εύσχημος, αληθοφανής, πιστευτός, πιστευτό, πιστευτή, πιστευτά
- croyance en grec - εγγύηση, σιγουριά, εμπιστεύομαι, διαβεβαίωση, αυτοπεποίθηση, πίστη, εξάρτηση, ...
Mots aléatoires
Croustiller en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ραγίζω, ρωγμή, ράγισμα, σπάζω, τραγάνισμα, κρίση, κρίσιμη στιγμή, κρίσης, στενότητα
Traductions: ραγίζω, ρωγμή, ράγισμα, σπάζω, τραγάνισμα, κρίση, κρίσιμη στιγμή, κρίσης, στενότητα