Culbuter en grec
Traduction: culbuter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πτώση, πούπουλο, γκρεμίζομαι, αναστατώνω, ανατροπή, μπατάρω, κάτω, αναποδογυρίζω, εκπίπτω, κατρακυλώ, πέφτω, ταραγμένος, ανατρέπω, ρίχνω, κατρακύλισμα, πέσιμο, πέφτουν, στεγνωτήρια, στεγνωτήριο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): culbuter
culbuter antonymes, culbuter argot, culbuter dictionnaire, culbuter définition synonyme, culbuter english, culbuter dictionnaire de langue grec, culbuter en grec
Traductions
- culasse en grec - ουραίο, όπισθεν, οπίσθια, κλείστρο, ισχιακή προβολή, ισχιακής προβολής
- culbute en grec - πέφτω, κατρακυλώ, τούμπα, τούμπες, κάνει τούμπα, κυβίστηση
- culer en grec - ησυχαστήριο, ορτύκι, ενισχύω, οπισθοδρομώ, πλάτη, υποστηρίζω, αντιστρέφω, ...
- culinaire en grec - μαγειρικός, γαστρονομικές, μαγειρική, γαστρονομική, μαγειρικές
Mots aléatoires
Culbuter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πτώση, πούπουλο, γκρεμίζομαι, αναστατώνω, ανατροπή, μπατάρω, κάτω, αναποδογυρίζω, εκπίπτω, κατρακυλώ, πέφτω, ταραγμένος, ανατρέπω, ρίχνω, κατρακύλισμα, πέσιμο, πέφτουν, στεγνωτήρια, στεγνωτήριο
Traductions: πτώση, πούπουλο, γκρεμίζομαι, αναστατώνω, ανατροπή, μπατάρω, κάτω, αναποδογυρίζω, εκπίπτω, κατρακυλώ, πέφτω, ταραγμένος, ανατρέπω, ρίχνω, κατρακύλισμα, πέσιμο, πέφτουν, στεγνωτήρια, στεγνωτήριο