Curage en grec
Traduction: curage, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κολλάρισμα, ανατομή, τεμαχισμού, τεμαχισμό, ανατομής, εκτομή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): curage
curage antonymes, curage assainissement, curage axillaire, curage canalisation, curage cervical, curage dictionnaire de langue grec, curage en grec
Traductions
- cupidité en grec - απληστία, τσιγκουνιά, βουλιμία, φιλαργυρία, πόθος, απληστίας, την απληστία, ...
- curable en grec - θεραπεύσιμος, ιάσιμη, σκληρυνόμενη, σκληρυνόμενο, σκληρυνόμενες
- curatelle en grec - κηδεμονία, κηδεμονίας, καταπιστευματική, καταπιστευματική διαχείριση, την κηδεμονία
- curateur en grec - κηδεμόνας, διαχειριστής, θεματοφύλακας, δάσκαλος, έφορος, επιμελήτρια, επιμελητής, ...
Mots aléatoires
Curage en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κολλάρισμα, ανατομή, τεμαχισμού, τεμαχισμό, ανατομής, εκτομή
Traductions: κολλάρισμα, ανατομή, τεμαχισμού, τεμαχισμό, ανατομής, εκτομή