Cuticule en grec
Traduction: cuticule, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παρανυχίδα, επιδερμίδα, επιδερμίδας, της επιδερμίδας, πετσάκια, περιτρίχιο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): cuticule
coupe cuticule, cuticle remover, cuticule antonymes, cuticule cheveux, cuticule chitineuse, cuticule dictionnaire de langue grec, cuticule en grec
Traductions
- curé en grec - εφημέριος, παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
- cutané en grec - δερματικός, δερματική, δερματικές, δερματικών, δερματικό
- cuve en grec - δεξαμενή, σαπιοκάραβο, δοχείο, δεξαμενής, ρεζερβουάρ, δοχείου
- cuvette en grec - πύελος, λεκάνη, αποχωρητήριο, μπολ, κύπελλο, δοχείο, μπωλ
Mots aléatoires
Cuticule en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παρανυχίδα, επιδερμίδα, επιδερμίδας, της επιδερμίδας, πετσάκια, περιτρίχιο
Traductions: παρανυχίδα, επιδερμίδα, επιδερμίδας, της επιδερμίδας, πετσάκια, περιτρίχιο