Déboursés en grec
Traduction: déboursés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εκταμιεύθηκε, εκταμιεύθηκαν, εκταμιευθεί, εκταμιεύονται, εκταμιευτεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): déboursés
débours chantier, déboursés antonymes, déboursés définition, déboursés extrajudiciaires, déboursés grammaire, déboursés dictionnaire de langue grec, déboursés en grec
Traductions
- déboursée en grec - εκταμιεύθηκε, εκταμιεύθηκαν, εκταμιευθεί, εκταμιεύονται, εκταμιευτεί
- déboursées en grec - εκταμιεύθηκε, εκταμιεύθηκαν, εκταμιευθεί, εκταμιεύονται, εκταμιευτεί
- débout en grec - αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, ανατέλλω, ορθοστασία, θέση, στάση, ...
- débouter en grec - απορρίπτω, σκουπίδια, να απορρίψει, απορρίψει, απόρριψη, απολύσει, απολύσεως
Mots aléatoires
Déboursés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εκταμιεύθηκε, εκταμιεύθηκαν, εκταμιευθεί, εκταμιεύονται, εκταμιευτεί
Traductions: εκταμιεύθηκε, εκταμιεύθηκαν, εκταμιευθεί, εκταμιεύονται, εκταμιευτεί