Débout en grec
Traduction: débout, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
όρθιος, ανεγείρω, άνω, κύρος, αναστηλώνω, πάνω, τίμιος, δοκάρι, ορθώνω, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): débout
assis debout, debout antonymes, debout en anglais, debout grammaire, debout la france, débout dictionnaire de langue grec, débout en grec
Traductions
- de en grec - σε, περίπου, έπειτα, προς, αφού, περί, από, ...
- de) en grec - προς)
- dedans en grec - εντός, μέσα, ενδοχώρα, εσωτερικό, εσωτερικός, σε, στο, ...
- degré en grec - βαθμός, βαθμολογώ, επίπεδο, διάβημα, βήμα, βηματίζω, βαθμίδα, ...
Mots aléatoires
Débout en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: όρθιος, ανεγείρω, άνω, κύρος, αναστηλώνω, πάνω, τίμιος, δοκάρι, ορθώνω, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης
Traductions: όρθιος, ανεγείρω, άνω, κύρος, αναστηλώνω, πάνω, τίμιος, δοκάρι, ορθώνω, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης