Décélération en grec
Traduction: décélération, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δισταγμός, καθυστέρηση, διστακτικότητα, επιβράδυνση, επιβράδυνσης, την επιβράδυνση, της επιβράδυνσης, επιβραδύνσεως
Autres langues
Mots associés / Définition (def): décélération
décélération angulaire, décélération antonymes, décélération calcul, décélération d'une voiture, décélération formule, décélération dictionnaire de langue grec, décélération en grec
Traductions
- décélérant en grec - επιβράδυνση, επιβράδυνση της, επιβράδυνσης, επιβραδύνεται, την επιβράδυνση
- décélérer en grec - βραδύς, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει, επιβράδυνση, επιβραδύνεται, επιβραδύνουν
- décélérez en grec - βραδύς, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει, επιβράδυνση, επιβραδύνεται, επιβραδύνουν
Mots aléatoires
Décélération en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δισταγμός, καθυστέρηση, διστακτικότητα, επιβράδυνση, επιβράδυνσης, την επιβράδυνση, της επιβράδυνσης, επιβραδύνσεως
Traductions: δισταγμός, καθυστέρηση, διστακτικότητα, επιβράδυνση, επιβράδυνσης, την επιβράδυνση, της επιβράδυνσης, επιβραδύνσεως