Déchargent en grec
Traduction: déchargent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απολύω, εκροή, άφεση, εκπυρσοκρότηση, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, εκφορτώσει, την εκφόρτωση
Autres langues
Mots associés / Définition (def): déchargent
déchargent antonymes, déchargent grammaire, déchargent mots croisés, déchargent signification, déchargent synonyme, déchargent dictionnaire de langue grec, déchargent en grec
Traductions
- déchargeant en grec - εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, εκφορτώσεως, η εκφόρτωση
- déchargement en grec - απολύω, εκροή, εκπυρσοκρότηση, άφεση, εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, ...
- déchargeons en grec - άφεση, εκπυρσοκρότηση, απολύω, εκροή, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, ...
- décharger en grec - ρίχνω, ξεφορτώνομαι, αδειάζω, απολύω, προσγειώνω, έδαφος, εκπυρσοκρότηση, ...
Mots aléatoires
Déchargent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απολύω, εκροή, άφεση, εκπυρσοκρότηση, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, εκφορτώσει, την εκφόρτωση
Traductions: απολύω, εκροή, άφεση, εκπυρσοκρότηση, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, εκφορτώσει, την εκφόρτωση