Déchet en grec
Traduction: déchet, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χάσιμο, χαμός, ήττα, απώλεια, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): déchet
code déchet, dechet, déchet amiante, déchet antonymes, déchet dangereux, déchet dictionnaire de langue grec, déchet en grec
Traductions
- déchaîner en grec - αναστηλώνω, ξεσηκώνω, σηκώνω, ανατρέφω, διεγείρω, υψώνω, αποδεσμεύω, ...
- déchaîné en grec - αχαλίνωτος, άγριος, μαίνεται, μαίνονται, που μαίνεται, οργιμένος, ορμητικό
- déchets en grec - λύμα, χάσιμο, απόβλητα, ήττα, σπατάλη, απώλεια, χαμός, ...
- déchiffra en grec - αποκρυπτογραφηθεί, αποκρυπτογραφήθηκε, αποκρυπτογράφησε, αποκρυπτογραφηθούν, αποκρυπτογραφούνται
Mots aléatoires
Déchet en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χάσιμο, χαμός, ήττα, απώλεια, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Traductions: χάσιμο, χαμός, ήττα, απώλεια, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα