Décret en grec
Traduction: décret, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ετυμηγορία, εντολή, ορισμός, συνάντηση, κανονισμός, ραντεβού, οδηγία, προσταγή, απονέμω, κατακυρώνω, παραγγέλλω, θεσπίζω, ρύθμιση, διάταγμα, διορισμός, παραγγελία, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): décret
article, charges locatives, circulaire, decret, décret 2005, décret dictionnaire de langue grec, décret en grec
Traductions
- découvrîmes en grec - ανακάλυψε, ανακαλυφθεί, ανακαλύφθηκε, ανακαλύφθηκαν, ανακάλυψαν
- décrasser en grec - εκκενώνω, γυαλίζω, ραφινάρω, βερνίκι, λουστράρω, πινέλο, αποσαφηνίζω, ...
- décria en grec - στηλιτεύει, decried, επέκρινε, επέκριναν, επικρίνει
Mots aléatoires
Décret en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ετυμηγορία, εντολή, ορισμός, συνάντηση, κανονισμός, ραντεβού, οδηγία, προσταγή, απονέμω, κατακυρώνω, παραγγέλλω, θεσπίζω, ρύθμιση, διάταγμα, διορισμός, παραγγελία, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Traductions: ετυμηγορία, εντολή, ορισμός, συνάντηση, κανονισμός, ραντεβού, οδηγία, προσταγή, απονέμω, κατακυρώνω, παραγγέλλω, θεσπίζω, ρύθμιση, διάταγμα, διορισμός, παραγγελία, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που