Défectif en grec
Traduction: défectif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ελλειπτικός, ελαττωματικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): défectif
défectif anglais, défectif antonymes, défectif dictionnaire, défectif définition, défectif grammaire, défectif dictionnaire de langue grec, défectif en grec
Traductions
- défavorable en grec - εχθρικός, βλαβερός, επιβλαβής, δυσμενής, δυστυχής, δυσμενείς, δυσμενή, ...
- défavoriser en grec - μειονέκτημα, μειονεκτική θέση, μειονεκτική, βάρος, μειονεκτήματα
- défection en grec - αποστασία, αποσκίρτηση, λιποταξία, αποστασίας, την αποστασία
- défectueux en grec - ψευδής, ανάπηρος, ελλειπτικός, εσφαλμένος, φαύλος, ελλιπής, ψεύτικος, ...
Mots aléatoires
Défectif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ελλειπτικός, ελαττωματικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
Traductions: ελλειπτικός, ελαττωματικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική