Défié en grec
Traduction: défié, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προκλήσεις, προκλήσεων, προκλήσεις που, τις προκλήσεις, προκλήσεων που
Autres langues
Mots associés / Définition (def): défié
defi mode, défi definition, défi internet 62, défi internet grenoble, défi web, défié dictionnaire de langue grec, défié en grec
Traductions
- déficient en grec - ελλιπής, ελαττωματικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
- déficit en grec - χαμός, έλλειψη, ήττα, χάσιμο, απώλεια, έλλειμμα, ελλείμματος, ...
- défient en grec - αψηφώ, αντιστέκομαι, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
- défier en grec - αψηφώ, αντιστέκομαι, γενναίος, προκαλώ, αντιτίθεμαι, πρόκληση, εναντιώνομαι, ...
Mots aléatoires
Défié en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προκλήσεις, προκλήσεων, προκλήσεις που, τις προκλήσεις, προκλήσεων που
Traductions: προκλήσεις, προκλήσεων, προκλήσεις που, τις προκλήσεις, προκλήσεων που