Définit en grec
Traduction: définit, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ορίζει, καθορίζει, ορίζει την, ορίζει την έννοια, ορίζει ως
Autres langues
Mots associés / Définition (def): définit
a définit, définit antonymes, définit comme suit, définit conjugaison, définit grammaire, définit dictionnaire de langue grec, définit en grec
Traductions
- définissez en grec - προσδιορίζω, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
- définissons en grec - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
- définitif en grec - διαρκώ, τελευταίος, οριστικός, αδιαμφισβήτητος, φτουρώ, ύστατος, τελικός, ...
- définition en grec - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
Mots aléatoires
Définit en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ορίζει, καθορίζει, ορίζει την, ορίζει την έννοια, ορίζει ως
Traductions: ορίζει, καθορίζει, ορίζει την, ορίζει την έννοια, ορίζει ως