Définitif en grec
Traduction: définitif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαρκώ, τελευταίος, οριστικός, αδιαμφισβήτητος, φτουρώ, ύστατος, τελικός, σαφής, πειστικός, έσχατος, απώτατος, τελική, τελικό, τελικής, τελικού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): définitif
dgd, décompte définitif, décompte général définitif, définitif antonyme, définitif antonymes, définitif dictionnaire de langue grec, définitif en grec
Traductions
- définissons en grec - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
- définit en grec - ορίζει, καθορίζει, ορίζει την, ορίζει την έννοια, ορίζει ως
- définition en grec - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
- définitivement en grec - οριστικά, τελικά, Τέλος, επιτέλους
Mots aléatoires
Définitif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαρκώ, τελευταίος, οριστικός, αδιαμφισβήτητος, φτουρώ, ύστατος, τελικός, σαφής, πειστικός, έσχατος, απώτατος, τελική, τελικό, τελικής, τελικού
Traductions: διαρκώ, τελευταίος, οριστικός, αδιαμφισβήτητος, φτουρώ, ύστατος, τελικός, σαφής, πειστικός, έσχατος, απώτατος, τελική, τελικό, τελικής, τελικού