Dégonflées en grec
Traduction: dégonflées, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποπληθωρισμένη, ξεφουσκώσει, αποπληθωρισμένες, αποπληθωρίζονται, αποπληθωρισμένο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dégonflées
bande de dégonflées, chouquettes dégonflées, dégonflées antonymes, dégonflées grammaire, dégonflées mots croisés, dégonflées dictionnaire de langue grec, dégonflées en grec
Traductions
- dégonflé en grec - αποπληθωρισμένη, ξεφουσκώσει, αποπληθωρισμένες, αποπληθωρίζονται, αποπληθωρισμένο
- dégonflée en grec - αποπληθωρισμένη, ξεφουσκώσει, αποπληθωρισμένες, αποπληθωρίζονται, αποπληθωρισμένο
- dégonflés en grec - αποπληθωρισμένη, ξεφουσκώσει, αποπληθωρισμένες, αποπληθωρίζονται, αποπληθωρισμένο
- dégorger en grec - αποσαφηνίζω, καθαρίζω, ξερνώ, καθαρός, διασαφηνίζω, εξεμώ, εκχέω, ...
Mots aléatoires
Dégonflées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποπληθωρισμένη, ξεφουσκώσει, αποπληθωρισμένες, αποπληθωρίζονται, αποπληθωρισμένο
Traductions: αποπληθωρισμένη, ξεφουσκώσει, αποπληθωρισμένες, αποπληθωρίζονται, αποπληθωρισμένο