Délabrement en grec
Traduction: délabrement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ερείπωση, ρήμαγμα, ερείπωσης, κακή κατάσταση, άθλια κατάσταση
Autres langues
Mots associés / Définition (def): délabrement
délabrement antonymes, délabrement charles cros, délabrement coronaire, délabrement cutané, délabrement de l empire carolingien, délabrement dictionnaire de langue grec, délabrement en grec
Traductions
- déjoués en grec - ματαιωμένο, ματαίωσε, ματαιωμένη, απέτρεψαν, εξουδετερώθηκαν
- déjà en grec - ήδη, ακόμα, ωστόσο, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη
- délabrer en grec - σαπίζω, βλάβη, ζημιά, συνθλίβω, συνωστισμός, καταναλώνω, εκμηδενίζω, ...
- délabré en grec - αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, παλαιότητα, ...
Mots aléatoires
Délabrement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ερείπωση, ρήμαγμα, ερείπωσης, κακή κατάσταση, άθλια κατάσταση
Traductions: ερείπωση, ρήμαγμα, ερείπωσης, κακή κατάσταση, άθλια κατάσταση