Délaissement en grec
Traduction: délaissement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, εγκαταλείψεως
Autres langues
Mots associés / Définition (def): délaissement
droit de délaissement, délaissement antonymes, délaissement de la prière, délaissement de mineur, délaissement de mineur loi, délaissement dictionnaire de langue grec, délaissement en grec
Traductions
- délai en grec - χουρμάς, καιρός, αναστολή, χρόνος, διορία, πίνακας, φορά, ...
- délaisse en grec - εγκαταλείπει, παραιτών, Απολείπειν
- délaisser en grec - λασκάρω, παραλείπω, φεύγω, εγκαταλείπω, παρατάω, παραιτούμαι, μολάρω, ...
- délaissé en grec - εγκατέλειψες, εγκαταλειφθεί, εγκαταλείψει, εγκατέλειψε, εγκατέλιπες
Mots aléatoires
Délaissement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, εγκαταλείψεως
Traductions: εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, εγκαταλείψεως