Délassement en grec
Traduction: délassement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διάλλειμα, ξεκούραση, ξεκουράζομαι, εκτόνωση, αναψυχή, υπόλοιπος, ησυχασμός, ανάπαυλα, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ξεκούρασης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): délassement
déclassement définition, délassement antonymes, délassement comique, délassement français, délassement grammaire, délassement dictionnaire de langue grec, délassement en grec
Traductions
- délaisser en grec - λασκάρω, παραλείπω, φεύγω, εγκαταλείπω, παρατάω, παραιτούμαι, μολάρω, ...
- délaissé en grec - εγκατέλειψες, εγκαταλειφθεί, εγκαταλείψει, εγκατέλειψε, εγκατέλιπες
- délaver en grec - αραιώνω, ξεπλένω, ξεπλύνετε, πλύνετέ τα, ξεπλύνει, πλύνετέ
- délavé en grec - ξεθωριάσει, ξεθωριασμένα, ξεθωριασμένες, ξεθωριασμένη, εξασθένισε
Mots aléatoires
Délassement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διάλλειμα, ξεκούραση, ξεκουράζομαι, εκτόνωση, αναψυχή, υπόλοιπος, ησυχασμός, ανάπαυλα, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ξεκούρασης
Traductions: διάλλειμα, ξεκούραση, ξεκουράζομαι, εκτόνωση, αναψυχή, υπόλοιπος, ησυχασμός, ανάπαυλα, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ξεκούρασης