Délibérer en grec
Traduction: délibérer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προβλέπω, θεωρώ, φαντάζομαι, εσκεμμένος, συζητώ, αμφισβητούμενος, συζήτηση, σκόπιμη, εσκεμμένη, σκόπιμης, εκούσιας, εκ προθέσεως
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): délibérer
convaincre, convaincre délibérer persuader, convaincre persuader, délibérer antonymes, délibérer argumentation, délibérer dictionnaire de langue grec, délibérer en grec
Traductions
- délibérant en grec - συμβουλευτικός, διαβουλευτική, διαβούλευσης, διαβουλευτικής, η διαβουλευτική
- délibération en grec - λύνω, θεσπίζω, σκέψη, απόφαση, σεβασμός, αποφασίζω, διευθετώ, ...
- délibérez en grec - εσκεμμένος, συζητά, συζητεί, συζητούν, συσκέπτεται
- délibérons en grec - εσκεμμένος, σκόπιμη, εσκεμμένη, σκόπιμης, εκούσιας, εκ προθέσεως
Mots aléatoires
Délibérer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προβλέπω, θεωρώ, φαντάζομαι, εσκεμμένος, συζητώ, αμφισβητούμενος, συζήτηση, σκόπιμη, εσκεμμένη, σκόπιμης, εκούσιας, εκ προθέσεως
Traductions: προβλέπω, θεωρώ, φαντάζομαι, εσκεμμένος, συζητώ, αμφισβητούμενος, συζήτηση, σκόπιμη, εσκεμμένη, σκόπιμης, εκούσιας, εκ προθέσεως