Délogée en grec

Traduction: délogée, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποσπασθεί, εκτοπίζονται, αποσπαστεί, εκτοπίζεται, αποσπάται
Délogée en grec
Autres langues

Mots associés / Définition (def): délogée

dent délogée, délogée antonymes, délogée grammaire, délogée mots croisés, délogée signification, délogée dictionnaire de langue grec, délogée en grec

Traductions

  • délogèrent en grec - αποσπασθεί, εκτοπίζονται, αποσπαστεί, εκτοπίζεται, αποσπάται
  • délogé en grec - αποσπασθεί, εκτοπίζονται, αποσπαστεί, εκτοπίζεται, αποσπάται
  • délogées en grec - αποσπασθεί, εκτοπίζονται, αποσπαστεί, εκτοπίζεται, αποσπάται
  • délogés en grec - αποσπασθεί, εκτοπίζονται, αποσπαστεί, εκτοπίζεται, αποσπάται
Mots aléatoires
Délogée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποσπασθεί, εκτοπίζονται, αποσπαστεί, εκτοπίζεται, αποσπάται