Démembrer en grec
Traduction: démembrer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαιρώ, χωρίζω, κλήρος, διχοτομία, απονέμω, διανέμω, μοιράζω, μοίρα, διχάζω, μοιράζομαι, διαμελίζω, διαμελίσουμε, διαμελίζουν, διαμελίσουν, διαμελίσει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): démembrer
démembrer antonymes, démembrer bien immobilier, démembrer clause bénéficiaire contrat assurance vie, démembrer def, démembrer en anglais, démembrer dictionnaire de langue grec, démembrer en grec
Traductions
- démasquée en grec - ξεσκέπασε, εκδηλωθεί, αποκάλυψε, αποκαλυφθεί, εκδηλωθεί με
- démasqués en grec - ξεσκέπασε, εκδηλωθεί, αποκάλυψε, αποκαλυφθεί, εκδηλωθεί με
- démence en grec - φρενίτιδα, παραφροσύνη, τρέλα, ταραχή, παραλήρημα, άνοια, άνοιας, ...
- dément en grec - κουζουλός, θυμωμένος, τρελούτσικος, λωλός, τρελός, άρρωστος, παράφρων, ...
Mots aléatoires
Démembrer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαιρώ, χωρίζω, κλήρος, διχοτομία, απονέμω, διανέμω, μοιράζω, μοίρα, διχάζω, μοιράζομαι, διαμελίζω, διαμελίσουμε, διαμελίζουν, διαμελίσουν, διαμελίσει
Traductions: διαιρώ, χωρίζω, κλήρος, διχοτομία, απονέμω, διανέμω, μοιράζω, μοίρα, διχάζω, μοιράζομαι, διαμελίζω, διαμελίσουμε, διαμελίζουν, διαμελίσουν, διαμελίσει