Démet en grec
Traduction: démet, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παραιτηθεί, παραιτείται, παραίτησης, παραιτηθεί καθώς, υποβάλλει την παραίτησή
Autres langues
Mots associés / Définition (def): démet
dément définition, dément synonymes, démet akalin, démet akalin turkan, démet akalin twitter, démet dictionnaire de langue grec, démet en grec
Traductions
- démesure en grec - υπερβολή, υπερβολικής, υπερβολικός, υπερβολικός χαρακτήρας
- démesuré en grec - πλεόνασμα, υπεράριθμος, περίσσευμα, τεράστιος, υπερβολικός, πλεονάζων, τεράστια, ...
- démets en grec - απολύω, Demets
- démettant en grec - απολύσεις, σε απολύσεις, προβαίνουν σε απολύσεις, που προβαίνουν σε απολύσεις, αποπομπή
Mots aléatoires
Démet en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παραιτηθεί, παραιτείται, παραίτησης, παραιτηθεί καθώς, υποβάλλει την παραίτησή
Traductions: παραιτηθεί, παραιτείται, παραίτησης, παραιτηθεί καθώς, υποβάλλει την παραίτησή