Démettre en grec

Traduction: démettre, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απολύω, εξαρθρώνω, στραμπουλίζω, εξαρθρώ, εξαρθρώσει, να εξαρθρώσει, απορυθμίζουν τις
Démettre en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): démettre

demettre l'épaule, démettre antonymes, démettre conjugaison, démettre de ses fonctions, démettre grammaire, démettre dictionnaire de langue grec, démettre en grec

Traductions

  • démettez en grec - απολύω
  • démettons en grec - απολύω, παραιτούμαι, εγκαταλείπω, παραιτηθεί, απαρνηθούν τις, παραιτείται από την
  • démilitarisation en grec - αποστρατιωτικοποίηση, αποστρατικοποίηση, αποστρατικοποίησης, αποστρατιωτικοποίησης, την αποστρατιωτικοποίηση
  • démilitariser en grec - αποστρατιωτικοποιώ, αποστρατικοποιήσει, αποστρατικοποιήσουν, αποστρατιωτικοποιήσουμε, αποστρατιωτικοποίηση των
Mots aléatoires
Démettre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απολύω, εξαρθρώνω, στραμπουλίζω, εξαρθρώ, εξαρθρώσει, να εξαρθρώσει, απορυθμίζουν τις